οροθέσιο

οροθέσιο
το (ΑΜ οροθέσιον) [οροθέτης]
οτιδήποτε χρησιμεύει για τον καθορισμό συνόρων, ορόσημο
αρχ.
στον πληθ. τὰ ὁροθέσια
τα σύνορα, τα όρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορόσημο — το 1. σήμα από λίθο ή άλλο υλικό που τοποθετείται για να δείχνει τα όρια μιας έκτασης στην ξηρά ή στη θάλασσα, οροθέσιο 2. μτφ. οριακό γεγονός, καθοριστικό συμβάν («ο Β Παγκόσμιος πόλεμος ήταν ένα ορόσημο για την ιστορία τού 20ού αιώνα»). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”